- σταφιδώ
- -όω, ΜΑ [σταφίς, -ίδος]ξηραίνω τα σταφύλια και τά κάνω σταφίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφιδῶ — σταφιδόω dry grapes pres subj act 1st sg σταφιδόω dry grapes pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσταφιδούμαι — όομαι, Α (για σταφύλια) σταφιδιάζω, γίνομαι σταφίδα πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σταφιδῶ «κάνω σταφίδα ξεραίνοντας το σταφύλι»] … Dictionary of Greek